- ἐνδίφριος
- ἐνδίφριος, ον, ([etym.] δίφρος)A sitting on the same seat,
ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33
, cf. 38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐκαθεζόμην ἐνδίφριος αὐτῷ X.An.7.2.33
, cf. 38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενδίφριος — ἐνδίφριος, ον (Α) 1. καθισμένος στο ίδιο τραπέζι με κάποιον 2. φρ. «ἐνδίφριος αὐτῷ ἱκέτης» ικέτης πλάι στον δίφρο του … Dictionary of Greek
ἐνδίφριος — sitting on the same seat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιφρίους — ἐνδίφριος sitting on the same seat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)